Η δεύτερη συνήθεια των επιτυχημένων διαδόχων είναι η «Αναδιαμόρφωση της οικογενειακής επικοινωνίας». Αποτελεί ευθύνη του διαδόχου να αναδιαμορφώσει τη δυναμική επικοινωνίας μέσα στην οικογένεια και να σπάσει τη συνήθεια της παιδικής ηλικίας.
Στο πλαίσιο αυτό, δύο δεξιότητες είναι κρίσιμες για την επίτευξη του νέου σχήματος αλληλεπίδρασης με την πρεσβύτερη αλλά και τη νεότερη γενιά:
1. H πρώτη είναι η δυνατότητα να αποφευχθεί η λεγόμενη «τριγωνοποίηση». Αυτό το ανθυγιεινό σχήμα επικοινωνίας εμφανίζεται συχνά όταν έχουν συσσωρευτεί η σύγκρουση, ο θυμός, η δυσαρέσκεια ή η απογοήτευση μεταξύ δύο ανθρώπων: ένας από τους δύο ανθρώπους μειώνει το αρνητικό συναίσθημα αφού το μοιράζεται µε ένα τρίτο πρόσωπο, αντί να το συζητήσει άμεσα µε το άλλο μέρος. Για παράδειγμα, εάν µια κόρη διαφωνεί µε µια απόφαση που λαμβάνεται από τον πατέρα της, συνήθως παραπονιέται γι’ αυτό στη μητέρα της, αν και το ζήτημα θα επιλυόταν καλύτερα, εάν το συζητούσε µε τον πατέρα της.
2. Η δεύτερη ικανότητα επικοινωνίας είναι η λεγόμενη «ενεργητική ακρόαση». Η δύναμη αυτής της ικανότητας στηρίζεται στη δυνατότητα του ακροατή να καταλάβει πραγματικά την οπτική ενός άλλου προσώπου. Το µέλος της οικογένειας πρέπει να αναγνωρίσει ότι ο καθένας χρειάζεται τη διαβεβαίωση ότι έχει γίνει κατανοητός. Οι Μέντορες πρέπει να έχουν την ικανότητα να ακούν, προκειμένου να γίνουν πραγματικά κατανοητές οι ανάγκες των μαθητευόμενών τους.
Πως γίνεται αυτό; Ας το παρουσιάσουμε μέσα από μια ιστορία.
Η θυγατέρα ενός ιδρυτή μιας οικογενειακής επιχείρησης ήταν αγανακτισμένη, επειδή θεώρησε ότι ο πατέρας της δεν την άκουγε. Ο Μέντοράς της, ο Διευθυντής Ανθρώπινου Δυναμικού της εταιρείας, τη βοήθησε να αναπτύξει τις δεξιότητές της να ακούει. Στηριγμένη στις αρχές της επικοινωνίας που της δίδαξε, δημιούργησε έναν κώδικα: «Α=Αποδοχή» ή «Γ=Γνώµη» — και τον παρουσίασε τον κώδικα στον πατέρα της. Όταν θέλει την αποδοχή του, του είπε ότι η συνομιλία ήταν ένα «Α»[για Αποδοχή], όταν θέλει την γνώµη του, του είπε ότι ήταν ένα «Γ» [για Γνώµη].
Με τη βοήθεια του Μέντορά της, η κόρη του ιδρυτή ανέλαβε τελικά την ευθύνη και κατάφερε να αναδιαμορφωθεί η δυναμική επικοινωνίας µε τον επιχειρηματία πατέρα της.
Ωστόσο, αν και οι νεότερες και οι μεγαλύτερες γενιές εργάζονται δίπλα-δίπλα σε μια οικογενειακή επιχείρηση, η καθοδήγηση σπάνια συμβαίνει με φυσικό τρόπο στις οικογενειακές επιχειρήσεις. Η σχέση γονέα – παιδιού, ακόμα κι αν είναι γεμάτη αγάπη και είναι αρμονική, εξ ορισμού είναι γεμάτη με συναισθηματικό φορτίο.
Επειδή το τελευταίο στάδιο της καθοδήγησης απαιτεί από τον Μέντορα να «αφήσει» και να επιτρέψει στον μαθητευόμενο να λειτουργεί αυτόνομα, κι αυτό είναι κομβικό σημείο στην αποκατάσταση της οικογενειακής επικοινωνίας, πολλοί γονείς είναι πολύ ανήσυχοι κατά τη διαδικασία ώστε να την ολοκληρώσουν με επιτυχία μόνοι τους. Ως εκ τούτου, συνιστάται συχνά να προσλαμβάνονται αξιόπιστα στελέχη που δεν είναι μέλη της οικογένειας ως Μέντορες. Θα είναι πιο αποτελεσματικά εάν έχουν την υποστήριξη και την ενθάρρυνση των γονέων των προστατευόμενων, και εάν οι ίδιοι κατανοούν και εκτιμούν τη σημασία του ρόλου τους. Αν και η καθοδήγηση είναι γενικά μια άτυπη προσπάθεια, πρέπει πάντα να προγραμματίζεται και να παρακολουθείται για να διασφαλιστεί ότι επιτυγχάνονται οι στόχοι της.
Σε κάθε περίπτωση, η επιτυχημένη καθοδήγηση εξαρτάται από την επιρροή του Μέντορα στον μαθητευόμενο. Γι’ αυτό και η προσέγγισή της είναι πιο «ευαίσθητη» και «λεπτή» και γι’ αυτό συνήθως γίνεται με τη διαδικασία του «ένας προς έναν». Άλλωστε, ο στόχος της καθοδήγησης είναι το επίτευγμα του μαθητευόμενου ως προς την οικοδόμηση συγκεκριμένων ικανοτήτων και (στην περίπτωση του υποψηφίου διαδόχου) την ανάπτυξη ηγετικών ικανοτήτων για την ανάληψη της διοίκησης της οικογενειακής επιχείρησης.